Home > Work > Λαχτάρα που περίσσεψε από χτες
1 " Θα ήταν πάντα μια γυναίκα που είχε μετατρέψει την πικρία της σε ευστοχία. "
― Γιάννης Σκαραγκάς , Λαχτάρα που περίσσεψε από χτες
2 " «Κάποια ημέρα στο μακρινό μέλλον, θα αναλύουν τα πάθη μας, και θα απορούν» είπε στη Δανάη. «Κανείς δεν θα μας πιστεύει ότι αγαπήσαμε με τόση υπερβολή. Όχι επειδή δεν θα καταλαβαίνουν την αγάπη, αλλά επειδή θα τους κάνει καχύποπτους η απόγνωσή μας. Κάποια ημέρα δεν θα μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους ότι ξοδευτήκαμε τόσο πανηγυρικά μέχρι να μας αποτελειώσουμε». "
3 " Ήταν κάποτε ένα μικρό αγόρι, που οτιδήποτε ονειρευόταν να αποκτήσει γινόταν ζωγραφιά. Τα χαμόγελα των ανθρώπων και το κοίταγμα των σκύλων, το αντάυγασμα των αστεριών στη θάλασσα, το πλατάγισμα απο τα φύλλα του φοίνικα στον άνεμο. Ολόκληρος ο κόσμος γύρω του άρχισε να μεταμορφώνεται σε ζωγραφιά. Μέχρι που κάποια στιγμή του είχαν μείνει πολλά όνειρα, αλλά δεν του είχε περισσέψει κόσμος, και κατάλαβε πόσο μόνο είχε απομείνει. Και τότε έκανε μια ευχή, όχι να ξαναφέρει τον κόσμο στη θέση του, αλλά να βρει κάποιον που με το δικό του όνειρο θα μεταμορφώσει και εκείνον σε ζωγραφιά. "
4 " Κατάλαβε πόσο αστεία ήταν και κοντοστάθηκε. Ένιωσε να παραβιάζει μια ξένη χαρά, να παραμονεύει δύο όμορφους άντρες που έπρεπε να επιστρέψουν σε κάποιον πίνακα. Τους άφησε να χαθούν πίσω από τα δέντρα. Ένιωσε ήσυχη, σαν να είχε κάνει το χρέος της. Άλλωστε αυτό έκανε πάντα με τα αδέλφια της. Ήταν ο φύλακάς τους. Η προστάτιδα όσων ονειρεύονταν μια ζωή μακριά της. Η οσία των άξιων, ιδίως όσων άξιζαν περισσότερα από αυτήν. "
5 " Την πήγαινε συχνά στη Δεξαμενή, και αν δεν αντιδρούσε η Δανάη, θα την έσερνε συνέχεια εκεί πάνω ακόμα και τις βροχερές μέρες όταν ο δρόμος γέμιζε λάσπες και νερά. Ο ίδιος όμως προτιμούσε ένα μικρό καφενείο στην οδό Προαστίου. Έλεγε ότι του αρέσει η ησυχία, αλλά η Δανάη ήξερε ότι πηγαίνει για να βλέπει τον Παπαδιαμάντη να κάθεται ολομόναχος. Έλεγε ότι θα ήθελε να τον έχει πατέρα του. Και καμιά φορά, όταν ο γέρος άντρας τους κοίταζε φευγαλέα και τους χαιρετούσε με ένα ανεπαίσθητο νεύμα, με εκείνα τα ασκητικά, βουλιαγμένα μάτια και τη χοντρή του μύτη να γελοιοποιεί τα μοναχικά του δράματα, η Δανάη μπορούσε να διακρίνει το πατρικό του κομμάτι. Κοίταζε μια τον Περικλή και μια τον Παπαδιαμάντη, και σκεφτόταν ότι, αν άξιζε να αφιερωθεί η ομορφιά του φίλου της σε κάποιον, αυτός θα ήταν ένας ασκητικός εκτιμητής που δεν ξέρει τι να κάνει με έναν αρχάγγελο παρά να περιεργάζεται με προσοχή το εικόνισμά του. "