Home > Work > Le Soleil des Scorta

Le Soleil des Scorta QUOTES

2 " Κάθε μέρα πήγαινε στο νεκροταφείο, όπου ώρες ολόκληρες μιλούσε στις σκιές. Μια μέρα, πήρε μαζί του τον ανιψιό του, τον Ελία, και, μπροστά στον τάφο των δύο θείων, αποφάσισε να μιλήσει. Είχε αναβάλει για πολύ καιρό τη στιγμή που θα έπρεπε να το κάνει, πεπεισμένος πως δεν είχε τίποτα να πει σε κανέναν, μιας και ποτέ του δεν είχε ταξιδέψει. Είχε όμως δώσει το λόγο του. Τα χρόνια περνούσαν και ήθελε πριν πεθάνει να φανεί συνεπής στην υπόσχεση που είχε δώσει. Μπροστά, λοιπόν, στον τάφο των δύο θείων, ακούμπησε το χέρι στον αυχένα του Ελία και του είπε:
«Δεν ήμασταν, Ελία, ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι από τους άλλους. Προσπαθήσαμε. Αυτό είναι όλο. Μ' όλες μας τις δυνάμεις, προσπαθήσαμε. Κάθε γενιά κάνει προσπάθεια. Κάτι να δημιουργήσει. Να εδραιώσει όσα έχει. Ή να τα κάνει ακόμα περισσότερα. Να φροντίσει την οικογένειά της. Ο καθένας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από το να προσπαθείς. Αλλά στο τέλος όλου αυτού του αγώνα δρόμου δεν πρέπει και να περιμένεις τίποτα. Ξέρεις τι υπάρχει στο τέλος αυτού του αγώνα δρόμου; Τα γεράματα. Τίποτε άλλο. Άκουσε λοιπόν, Ελία, τον γέρο θείο σου, τον Φαελούτσ', που τίποτα δεν ξέρει και που ποτέ του δεν έμαθε γράμματα. Πρέπει να επωφεληθείς απ' τον ιδρώτα σου. Αυτό πιστεύω εγώ. Γιατί είναι οι ομορφότερες στιγμές της ζωής. Όταν πολεμάς για κάτι, όταν σαν κολασμένος δουλεύεις μέρα και νύχτα και δεν σου μένει χρόνος να δεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου, όταν ιδρώνεις για να φτιάξεις αυτό που θέλεις, ζεις τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής σου. Πίστεψέ με. Τίποτα δεν είχε μεγαλύτερη αξία για τη μητέρα σου, τους θείους σου κι εμένα από τα χρόνια που δεν είχαμε τίποτα, ούτε μια δεκάρα στην τσέπη, και πολεμάγαμε κάθε μέρα για ν' αποκτήσουμε το καπνοπωλείο. Ήταν δύσκολα χρόνια. Αλλά για τον καθένα από μας ήταν οι ωραιότερες στιγμές της ζωής μας. Έπρεπε να δημιουργήσουμε τα πάντα κι είχαμε μια όρεξη σαν λιοντάρια. Πρέπει να επωφεληθείς απ' τον ιδρώτα σου, Ελία. Αυτό να το θυμάσαι. Μετά, όλα τελειώνουν τόσο σύντομα, πίστεψέ με». "

Laurent Gaudé , Le Soleil des Scorta

3 " Όταν οι μεγάλες πιατέλες άδειασαν, είχαν όλοι τους χορτάσει. Ένιωθαν τα στομάχια τους γεμάτα. Ένιωθαν όμορφα. Ο Ραφαέλε όμως δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του λέξη. Έφερε στο τραπέζι πέντε τεράστιες πιατέλες με κάθε λογής ψάρια που είχε ψαρέψει το ίδιο πρωί. Λαβράκια και τσιπούρες. Ένα μπολ γεμάτο τηγανητά καλαμάρια. Μεγάλες κόκκινες γαρίδες ψητές στα κάρβουνα. Μέχρι και μερικές καραβίδες. Οι γυναίκες, μόλις είδαν τα φαγητά, ορκίστηκαν πως δεν θα τα ακουμπούσαν. Πως είχαν φάει πάρα πολύ. Πως θα έσκαγαν. Έπρεπε όμως να τιμήσουν τον Ραφαέλε και τη Τζουζεπίνα. Κι όχι μόνο αυτούς. Αλλά και τη ζωή επίσης, που τους προσέφερε το συμπόσιο αυτό που δεν θα το ξεχνούσαν ποτέ. Στον Νότο τρώνε μ' ένα είδος μανίας και ακόρεστης λαιμαργίας. Όσο περισσότερο μπορούνε. Λες και θα συμβεί το χειρότερο κακό. Λες κι είναι η τελευταία φορά που τρώνε. Όσο υπάρχει φαγητό στο τραπέζι, πρέπει να τρώνε. Είναι ένα είδος έμφυτου πανικού. Και δεν τους νοιάζει αν αρρωστήσουν. Πρέπει να τρώνε με χαρά και υπερβολή. "

Laurent Gaudé , Le Soleil des Scorta